μουρμούρα

μουρμούρα
Ψάρι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πάγελλος ο μόρμυρος, που ανήκει στην οικογένεια των σπαριδών. Έχει σώμα ωοειδές, πεπιεσμένο στα πλάγια και μεγάλα πτερύγια, από τα οποία το ραχιαίο αποτελείται από δύο τμήματα, το μπροστινό (που είναι αγκαθωτό) και το πισινό (που είναι μαλακό). Το χρώμα του είναι ασημόγκριζο με 9-12 κάθετες μαύρες ραβδώσεις και μόνο τα πτερύγιά του είναι κιτρινωπά. Έχει πολύ νόστιμο κρέας, χωρίς πολλά κόκαλα.
* * *
η
1. ήχος συνεχών ψιθυρισμών, ψιθύρισμα
2. γκρίνια, μεμψιμοιρία, παράπονο
3. κοινή ονομασία τού είδους Lithognathus mormyrus, θαλάσσιου τελεόστεου ψαριού τής οικογένειας sparidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μουρμουρίζω (πρβλ. ιταλ. murmure > λατ. murmur)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουρμούρα — η 1. συνεχείς ψιθυρισμοί, μεμψιμοιρία, γκρίνια: Η γυναίκα του τον ζάλισε με τη μουρμούρα της. 2. είδος θαλασσινού ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουρμούρι — το 1. μουρμούρισμα 2. άλλη κοινή ονομασία τού ψαριού μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτυρο *μορμύρ ιον, υποκορ. τού αρχ. μόρμυρος. Κατ άλλη άποψη, η λ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από το ρ. μουρμουρίζω (πρβλ. μουρμούρα) ή από το ιταλ. murmure (< …   Dictionary of Greek

  • αειμούρμουρος — η, ο και ος, ο όποιος μουρμουρίζει συνεχώς και για όλα, μεμψίμοιρος, «μουρμούρης». [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τού δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη για τους συναδέλφους του, που επέκριναν τα πάντα < αεί + μουρμούρα] …   Dictionary of Greek

  • βασιλόψαρο — το είδος ψαριού, μουρμούρα …   Dictionary of Greek

  • διδυμόθροος — διδυμόθροος, ον (Α) φρ. «διδυμόθροος ἠχώ» που επαναλαμβάνει τον ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + θρους (θροός) «φωνή, μουρμούρα»] …   Dictionary of Greek

  • λιθόγναθος — ο ζωολ. το ψάρι μουρμούρα …   Dictionary of Greek

  • μορμυρωπός — μορμυρωπός, όν (Α) αυτός που έχει οφθαλμούς απλανείς, ακίνητους χωρίς βλέφαρα, όπως το ψάρι μορμύρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος «μουρμούρα» + ωπός(< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. μορμορ ωπός] …   Dictionary of Greek

  • μορμύρος — και μόρμυρος, ο (Α μορμύρος) νεοελλ. ζωολ. γένος ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας τών μορμυριδών αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το ρ. μορμύρω «μουρμουρίζω, παφλάζω», λόγω τού θορύβου… …   Dictionary of Greek

  • μουρμούρης — α, ικο [μουρμούρα] (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης …   Dictionary of Greek

  • μούρμουρος — ο μουρμούρα, γκρίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρμυρος με κώφωση τού ο σε ου και αφομοιωτική τροπή του υ σε ου (πρβλ. μουρμουρίζω). Κατ άλλους, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. μουρμουρίζω / μουρμουρώ ή υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”