μουρμούρα — η 1. συνεχείς ψιθυρισμοί, μεμψιμοιρία, γκρίνια: Η γυναίκα του τον ζάλισε με τη μουρμούρα της. 2. είδος θαλασσινού ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουρμούρι — το 1. μουρμούρισμα 2. άλλη κοινή ονομασία τού ψαριού μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αμάρτυρο *μορμύρ ιον, υποκορ. τού αρχ. μόρμυρος. Κατ άλλη άποψη, η λ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από το ρ. μουρμουρίζω (πρβλ. μουρμούρα) ή από το ιταλ. murmure (< … Dictionary of Greek
αειμούρμουρος — η, ο και ος, ο όποιος μουρμουρίζει συνεχώς και για όλα, μεμψίμοιρος, «μουρμούρης». [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τού δημοσιογράφου Βλάση Γαβριηλίδη για τους συναδέλφους του, που επέκριναν τα πάντα < αεί + μουρμούρα] … Dictionary of Greek
βασιλόψαρο — το είδος ψαριού, μουρμούρα … Dictionary of Greek
διδυμόθροος — διδυμόθροος, ον (Α) φρ. «διδυμόθροος ἠχώ» που επαναλαμβάνει τον ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + θρους (θροός) «φωνή, μουρμούρα»] … Dictionary of Greek
λιθόγναθος — ο ζωολ. το ψάρι μουρμούρα … Dictionary of Greek
μορμυρωπός — μορμυρωπός, όν (Α) αυτός που έχει οφθαλμούς απλανείς, ακίνητους χωρίς βλέφαρα, όπως το ψάρι μορμύρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος «μουρμούρα» + ωπός(< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. μορμορ ωπός] … Dictionary of Greek
μορμύρος — και μόρμυρος, ο (Α μορμύρος) νεοελλ. ζωολ. γένος ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας τών μορμυριδών αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το ρ. μορμύρω «μουρμουρίζω, παφλάζω», λόγω τού θορύβου… … Dictionary of Greek
μουρμούρης — α, ικο [μουρμούρα] (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που μουρμουρίζει, που ψιθυρίζει κάτι συγκεχυμένα και σιγά β) μεμψίμοιρος, γκρινιάρης … Dictionary of Greek
μούρμουρος — ο μουρμούρα, γκρίνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρμυρος με κώφωση τού ο σε ου και αφομοιωτική τροπή του υ σε ου (πρβλ. μουρμουρίζω). Κατ άλλους, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. μουρμουρίζω / μουρμουρώ ή υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ.… … Dictionary of Greek